- υγρόμυρον
- τὸ, Αυγρό μύρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + μύρον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑγρομύρου — ὑγρόμυρον liquid ointment neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύρο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 32 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται βορειοανατολικά και κοντά στην Κυπαρισσία. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυπαρισσίας, * * * το (ΑΜ μύρον) κομμεορητίνη με ευχάριστο άρωμα η… … Dictionary of Greek
υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… … Dictionary of Greek
υδρόμυρον — τὸ, Α το ὑγρόμυρον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + μῦρον] … Dictionary of Greek